JustPaste.it

Έτσι Μίλησε ο Ζαρατούστρας, Βιβλίο 3, "Προσπερνώντας"


Έτσι, βαδίζοντας αργά ανάμεσα σε πολύ λαό και μέσα από πολύμορφες πόλεις, επέστρεφε ο Ζαρατούστρα, ακολουθώντας πλάγιους δρόμους, στο βουνό του και στη σπηλιά του. Και να που έφτασε, απροσχεδίαστα, στην πύλη της μεγάλης πόλης: εδώ όμως ένας τρελός πήδησε αφρίζοντας πάνω του με απλωμένα χέρια και του έφραξε το δρόμο.

Αυτός ήταν όμως ο ίδιος εκείνος τρελός, τον οποίο ο λαός ονόμαζε “πίθηκο του Ζαρατούστρα”: γιατί πιθήκιζε κάπως τη σύνθεση και το ρυθμό των ομιλιών του Ζαρατούστρα και του άρεσε επίσης να δανείζεται από τον θησαυρό της σοφίας του.

Ο τρελός όμως μίλησε έτσι στον Ζαρατούστρα: «Ω Ζαρατούστρα, εδώ είναι η μεγάλη πόλη: εδώ δεν έχεις να κερδίσεις τίποτε και έχεις όλα να τα χάσεις. Γιατί θέλεις να περπατήσεις μέσα σ’ αυτήν τη λάσπη; Σπλαχνίσου τα πόδια σου! Φτύσε καλύτερα στην πύλη της πόλης και — κάνε μεταβολή!

Εδώ είναι η κόλαση για τις σκέψεις των ερημιτών: εδώ ψήνονται ζωντανές οι μεγάλες σκέψεις και μαγειρεύονται σε μικρές μερίδες. Εδώ σαπίζουν όλα τα μεγάλα αισθήματα: εδώ πρέπει να ακούγονται να κροταλίζουν μόνο μικρά κροταλιστά ξερά αισθήματα! Δεν μυρίζεις ήδη την οσμή των σφαγείων και των μαγειρείων του πνεύματος;

Η πόλη αυτή δεν αχνίζει ολόκληρη από την άχνα του σφαγμένου πνεύματος; Δεν βλέπεις τις ψυχές να κρέμονται σαν χαλαρά βρόμικα κουρέλια; — Και απ’ αυτά τα κουρέλια κάνουν και εφημερίδες! Δεν ακούς πώς το πνεύμα έχει γίνει εδώ λογοπαίγνιο; Ξερνά αηδιαστικά αποπλύματα από λέξεις! — Και απ’ αυτά τα αποπλύματα κάνουν ακόμη και εφημερίδες.

Ερεθίζονται οι μεν με τους δε και δεν ξέρουν, προς τι; Εξάπτονται οι μεν με τους δε και δεν ξέρόυν, γιατί; Χτυπούν τους τενεκέδες τους, κουδουνίζουν το χρυσάφι τους.
Είναι κρύοι και αναζητούν ζεστασιά στο ρακί* ζεσταίνονται και ψάχνουν να βρουν δροσιά σε παγωμένα πνεύματα* είναι όλοι αρρωστιάρηδες και μολυσμένοι από τις κοινές γνώμες.

Όλες οι ορέξεις και τα ελαττώματα είναι εδώ σαν στο σπίτι τους* υπάρχουν όμως κι εδώ ενάρετοι, υπάρχουν πολλές διορισμένες και απασχολούμενες αρετές:πολλές διορισμένες αρετές, με δάχτυλα που γράφουν, με πισινούς κατάλληλους για να κάθονται και για να περιμένουν, αρετές που ανταμείβονται με μικρά παράσημα και με παραγεμισμένες και δίχως πισινούς κορούλες.


Υπάρχει επίσης εδώ πολλή ευσέβεια και πολλή ευλαβής χαμερπής κολακεία, πολύ μεγάλη φάμπρικα κολακειών για τον θεό των στρατών.
“Από πάνω”, είναι αλήθεια, σταλάζει το άστρο και το ελεήμον σάλιο* προς τα πάνω λαχταρά να πάει κάθε άναστρο στήθος.


Το φεγγάρι έχει την αυλή του, και η αυλή έχει τα εξαμβλώματά της* προς καθετί όμως που προέρχεται από την αυλή προσεύχεται ο ζήτουλας λαός και η διορισμένη ζητιάνικη αρετή. “Υπηρετώ, υπηρετείς, υπηρετούμε” — έτσι προσεύχεται κάθε διορισμένη αρετή προς τον ηγεμόνα: ώστε να κρεμαστεί επιτέλους στο στενό στήθος το άστρο της υπηρεσίας.


Το φεγγάρι όμως στρέφεται ακόμη γύρω από καθετί γήινο: αυτό όμως είναι το χρυσάφι των μικρέμπορων. Ο θεός των στρατών δεν είναι θεός των ράβδων χρυσού* ο ηγεμόνας σκέφτεται, αλλά ο μικρέμπορος — διευθύνει!


Στο όνομα καθετί που είναι φωτεινό και ισχυρό και καλό σε σένα, ω Ζαρατούστρα! Φτύσε σ’ αυτήν την πόλη των μικρεμπόρων και κάνε μεταβολή!


Εδώ όλο το αίμα κυλά ήδη σάπιο, χλιαρό, αφρισμένο, μέσα απ’ όλες τις φλέβες: φτύσε τη μεγάλη πόλη, που είναι η μεγάλη γούρνα, όπου αφρίζουν όλα τα απόβλητα!


Φτύσε την πόλη των συντριμμένων ψυχών και των στενών στηθιών, των δηκτικών ματιών, των κολλωδών δαχτύλων
—    την πόλη των ενοχλητικών, των ξεδιάντροπων, των φωνακλάδων, υπερδιεγερμένων φιλόδοξων:
—    όπου σαπίζει καθετί που είναι σαθρό, αισχρό, λάγνο, σκοτεινό, χαλασμένο, σπυριάρικο, συνωμοτικό:
—    φτύσε την μεγάλη πόλη και κάνε μεταβολή!»


Εδώ όμως διέκοψε -ο Ζαρατούστρα τον τρελό που άφριζε και του έφραξε το στόμα. «Σταμάτα επιτέλους! φώναξε ο Ζαρατούστρα, μ’ αηδιάζει εδώ και πολλή ώρα η ομιλία σου και ο τρόπος σου!


Γιατί έμεινες τόσο καιρό μέσα στο βούρκο, ώστε να υποχρεωθείς να γίνεις κι εσύ ο ίδιος βάτραχος και φρύνος; Δεν κυλά και μέσα στις δικές σου φλέβες ένα σάπιο αφρισμένο αίμα από βούρκο, αφού έμαθες να κοάζεις και να βλαστημάς έτσι;


Γιατί δεν πήγες στο δάσος; Ή γιατί δεν πήγες να οργώσεις τη γη; Η θάλασσα δεν είναι γεμάτη από καταπράσινα νησιά;
Περιφρονώ την περιφρόνησή σου* κι αν με προειδοποίησες — γιατί δεν προειδοποίησες και τον εαυτό σου;


Μόνον από την αγάπη πρέπει να πετάξει η περιφρόνησή μου και το πουλί-οιωνός μου: όχι όμως από τον βούρκο!


Σε ονομάζουν πίθηκό μου, ω τρελέ που αφρίζεις: εγώ όμως σε ονομάζω γουρούνι μου που γρυλίζει — με το γρύλισμα θα καταστρέφεις στο τέλος και το εγκώμιό μου για την τρέλα.


Τι ήταν λοιπόν αυτό που σ’ έκανε να γρυλίζεις; Το ότι κανένας δεν σε κολάκεψε αρκετά: γι’ αυτό έκατσες κοντά σ’ αυτές τις ακαθαρσίες, για να έχεις μπόλικες αφορμές για να γρυλίζεις
— για να έχεις αφορμές για πολλή εκδίκηση! Πράγματι, η εκδίκηση, ω ματαιόδοξε τρελέ, είναι όλο σου το άφρισμα: καλά σε κατάλαβα!

Αλλά τα λόγια σου με βλάπτουν, ακόμη κι εκεί όπου έχεις δίκιο! Κι αν ακόμα τα λόγια του Ζαρατούστρα είχαν χίλιες φορές δίκιο: εσύ με τα λόγια μου θα έκανες πάντα  άδικο!»


Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα* και κοίταξε τη μεγάλη πόλη, αναστέναξε και έμεινε σιωπηλός πολλή ώρα. Στο τέλος μίλησε έτσι:
«Με αηδιάζει κι εμένα αυτή η μεγάλη πόλη και όχι μόνο αυτός ο τρελός. Και στους δύο δεν υπάρχει τίποτε για να βελτιωθεί, τίποτε για να χειροτερέψει.

Αλίμονο σ’ αυτήν τη μεγάλη πόλη! — Και θα ήθελα να δω την πύρινη στήλη από την οποία θα κατακαεί! Γιατί τέτοιες πύρινες στήλες πρέπει να έρθουν πριν από το μεγάλο μεσημέρι. Κι αυτό όμως έχει την ώρα του και τη μοίρα του.


Αυτή τη διδασκαλία σού δίνω, όμως, τρελέ, ως αποχαιρετισμό: εκεί όπου δεν μπορεί κανείς να αγαπά, εκεί πρέπει — να προσπερνά!»
Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα και προσπέρασε τον τρελό και τη μεγάλη πόλη